-
1 χόρδα
χόρδή η1) струна;φωνητικές χόρδές — голосовые связки;
νωτιαία χόρδή — спинной мозг;
2) тетива;§ ευαίσθητη χόρδή — слабая струнка;
θίγω την ευαίσθητη χόρδη κάποιου — задевать чьё-л. самолюбие
-
2 струна
-ы, πλθ. струны θ.1. χορδή (μουσικών οργάνων).πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.2. τα ευαίσθητα σημεία•-ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.
3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).εκφρ.в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου.
См. также в других словарях:
θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)